ακοή

ακοή
η слух;

οξεία ακοή — острый слух;

§ εξ ακοής — понаслышке


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ακοή" в других словарях:

  • ακοή, η — και σπν. ακουή, η 1. η αίσθηση με την οποία αντιλαμβανόμαστε τους ήχους: Το αισθητήριο της ακοής είναι το αυτί. 2. όνομα, φήμη: Η ακουή του είχε απλωθεί σ όλα τα γύρω χωριά. 3. η υπακοή: Όπου έχει ακουή, έχει και προκοπή (παροιμ. φρ.). 4. επιρρημ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀκοῇ — ἀκοή hearing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοή — hearing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακοή — Αίσθηση, χάρη στην οποία γίνονται αντιληπτά τα ηχητικά ερεθίσματα, τα οποία προέρχονται από το εξωτερικό περιβάλλον, οφείλονται σε ταλαντώσεις ηχογόνων σωμάτων και διαδίδονται διαμέσου του περιβάλλοντος. Οι ταλαντώσεις ενός σώματος που… …   Dictionary of Greek

  • ἀκοῆι — ἀκοῇ , ἀκοή hearing fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοαῖν — ἀκοή hearing fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοαῖς — ἀκοή hearing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοαῖσι — ἀκοή hearing fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκοαί — ἀκοή hearing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουαῖς — ἀκοή hearing fem dat pl ἀκουή fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀκουαί — ἀκοή hearing fem nom/voc pl ἀκουή fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»